- υδροδοτώ
- Νπαρέχω νερό.[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + -δοτώ (< -δότης < δίδωμι), πρβλ. λογο-δοτώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Γ. Μ. Βιζυηνό].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υδροδότηση — η, Ν [υδροδοτώ] παροχή νερού … Dictionary of Greek